λεοντίαση

λεοντίαση
η (Α λεοντίασις) [λεοντιώ]
ιατρ. υπερτροφία τού προσώπου, που αποκτά όψη λέοντος, το λεγόμενο λεόντειο προσωπείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • λεοντιώ — λεοντιῶ, άω (AM) [λέων] μσν. μοιάζω με λιοντάρι αρχ. πάσχω από λεοντίαση …   Dictionary of Greek

  • λεόντειος — α, ο (AM λεόντειος, εία, ον, Α θηλ. και ος) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λιοντάρι, λιονταρήσιος («δέρμα λεόντειον», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. αυτός που η ίδρυσή του ανάγεται στον πάπα Λεόντιο ΙΓ («λεόντειος σχολή») 2. φρ. α) «λεόντειος εταιρεία»… …   Dictionary of Greek

  • λεόντιον — I Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Πόλη της Αχαΐας, κοντά στον Άνω Σελινούντα, βόρεια της Τριταίας. Ήταν μέλος της Αχαϊκής συμπολιτείας. 2. Πεδιάδα της Σικελίας, όπου χτίστηκε η πόλη Λεοντίνοι (βλ. λ.). II Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”